- λίγωμα
- το, -ατοςη λιγούρα: Αισθάνθηκε ένα λίγωμα από τη νηστεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λίγωμα — το (Μ λίγωμα) [λιγώνω] λιγούρα, λιγωμάρα … Dictionary of Greek
αναλίγωμα — το [αναλιγώνω] 1. η μεταβολή στερεής λιπαρής ουσίας σε υγρή, λόγω θερμότητας, τήξη, λειώσιμο 2. αίσθημα παροδικής εξασθένησης τών σωματικών δυνάμεων, που προκαλείται από πείνα, ηδονή κ.ά., ζαλάδα, λίγωμα … Dictionary of Greek
λάγγεμα — και λάγκεμα, το (Μ λάγγεμα) [λαγγεύω] 1. αποχαύνωση, λιγωμα ιδίως από ερωτικό πόθο 2. νάζι, σκέρτσο 3. (ιδιωμ. στη Μάνη κ.α.) ο πόνος και η άναρθρη φωνή που εκβάλλει αυτός που πονάει μσν. άλμα, πήδημα … Dictionary of Greek
λιγωμάρα — η (Μ λιγωμάρα) 1. έντονη πείνα που συνοδεύεται από στομαχικές ενοχλήσεις, λιγούρα 2. εξάντληση, εξασθένηση νεοελλ. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα, πόθος μσν. λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγωμα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] … Dictionary of Greek
λιγωμός — ο [λιγώνω] το λίγωμα … Dictionary of Greek
ξελιγώνω — 1. παραλύω κάποιον από ηδονή ή ευχαρίστηση 2. προκαλώ σε κάποιον λιγούρα, ζαλάδα 3. καταπονώ, κουράζω υπερβολικά 4. (το μέσ.) ξελιγώνομαι α) με πιάνει λίγωμα β) αναλαμβάνω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι από λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek
αλίγωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν επιθυμεί κάτι ως το λίγωμα, ως να λιγοθυμήσει: Τα φαγητά ήταν τόσο νόστιμα που δεν έμεινε κανένας μας αλίγωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάγγεμα — το, ατος το λίγωμα από έρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγωμάρα — η η λιγούρα, το λίγωμα: Έφαγα πολλά γλυκά και μ έπιασε λιγωμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)